Έξοδος

exodos-tsireli-fiction-auswitch-readmeΤο πλήθος προχωρούσε δίχως βιασύνη. Πόδια βαριά, τα περισσότερα χωρίς παπούτσια, σέρνονταν στον χωμάτινο δρόμο. Ένα νέφος σκόνης τούς τύλιγε κάνοντας την όλη σκηνή να μοιάζει με όνειρο. Ονειρεύομαι, σκέφτηκε για χιλιοστή φορά, σφίγγοντας τα μάτια της, προσπαθώντας να ξυπνήσει.

Ήταν μέρα απελευθέρωσης. Όλοι προχωρούσαν προς το ανοιχτό πεδίο της μεγάλης αυλής, μέσα από το στενό τούνελ. Δεν είχε πια και τόση σημασία… η απελευθέρωση. Δεν φαινόταν να χαίρεται κανείς. Το πλήθος σταμάτησε απότομα. Κάτι ανέκοψε το αργόσυρτο βήμα τους. Ένιωσε να τελειώνει ο αέρας. Κρύος ιδρώτας και ταχυπαλμία έκλειναν τον λαιμό της. Λένε ότι ξεπερνάς τους φόβους σου βιώνοντας τους. Στην περίπτωσή της αυτό δεν λειτούργησε. Παρά τις στενάχωρες συνθήκες που είχαν γίνει τρόπος ζωής, η κλειστοφοβία της την πλάκωνε σαν ταφόπλακα κάθε φορά. Κι όμως, σκεφτόταν, ότι ο φόβος ήταν το μόνο πράγμα που την έκανε να νιώθει ζωντανή. Μόνο ο φόβος. Όλα τα υπόλοιπα συναισθήματα απουσίαζαν πια.

Αποκόπηκε από τη στενάχωρη ουρά των ζωντανών-νεκρών και ξεμάκρυνε λίγα βήματα παραπέρα, σε μια προέκταση του τούνελ που οδηγούσε σε μια θολωτή αίθουσα.Υπήρχαν δύο παράθυρα-παρατηρητήρια χαμηλά, λίγο πιο πάνω από το έδαφος, από όπου έμπαινε φως και αέρας. Κοίταξε κάτω και είδε ένα μικρό κορίτσι, μόνο, να κλαίει. Κάποτε έβλεπε παιδιά και χαμογελούσε. Χαμένη υπόθεση, ήταν το μόνο που σκέφτηκε. Το προσπέρασε αδιάφορα και στάθηκε μπροστά σε ένα από τα καγκελένια παράθυρα. Ψαχούλεψε στην τσέπη της μάλλινης ζακέτας της κι έπιασε ένα τσιγάρο κι ένα σπίρτο. Αυτό το τσιγάρο το φύλαγε εδώ και καιρό. Το φύλαγε για την τελευταία της μέρα πριν τον θάνατο. Κάθε μέρα ήταν μέρα θανάτου, όμως δεν είχε έρθει ποτέ η σειρά της για τον θάλαμο αερίων. Την περίμενε ωστόσο. Και θα κάπνιζε αυτό το τσιγάρο, εκείνη, την τελευταία μέρα.

Έμελλε τελικά να το καπνίσει τη μέρα της απελευθέρωσης. Το έφερε στο στόμα για να το ανάψει. Τα χέρια της βρωμούσαν από το ξεραμένο αίμα. Δεν θυμόταν πώς είχαν λερωθεί. Μπορεί να ήταν έτσι για μέρες. Δεν θυμόταν πια πόσο καιρό είχε να πλυθεί. Το τσιγάρο κόλλησε ανάμεσα στα δάχτυλα, λες και περίμενε καιρό κι εκείνο εκείνη τη στιγμή, απαιτώντας επιτέλους να το καπνίσει. Τράβηξε την πρώτη ρουφηξιά. Πίκρα. Ζέστη. Μούδιασμα.

Κάποιοι έσκαβαν δίπλα της έναν λάκκο κι έριχναν μέσα μερικά σώματα κλαίγοντας. Οι άνθρωποι πέθαιναν κάθε λεπτό. Δεν έφτανε πια το χώμα για τους νεκρούς. Της φάνηκε πως είδε να θάβουν ένα παιδί. Τράβηξε αδιάφορα τη δεύτερη ρουφηξιά, φυσώντας τον καπνό μπροστά της κι εξαφανίζοντας μαγικά τα πάντα στο οπτικό της πεδίο. Πάλι σαν όνειρο μοιάζει. Ονειρεύομαι, ξανασκέφτηκε, κι έσφιξε τα μάτια προσπαθώντας για άλλη μια φορά να ξυπνήσει. Μάταιο. […]

©Ευλαμπία Τσιρέλη

Επιτρέπεται η ηλεκτρονική αναδημοσίευση μόνο εφόσον αναδημοσιευτεί το πλήρες κείμενο, με ξεκάθαρη απόδοση στη συγγραφέα Ευλαμπία Τσιρέλη, μαζί με σύνδεσμο στην παρούσα σελίδα. Απαγορεύεται κάθε είδους έντυπη αναδημοσίευση. Σε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχουν κυρώσεις σύμφωνα με τον Νόμο 2121/1993.

Leave a comment